Κείμενο |
... είναι Show Stopper. Για μεγαλύτερο εφέ απαραίτητη προϋπόθεση είναι να έχουν ακολουθήσει πολλά άλλα ανέκδοτα πριν, ώστε η παρέα να έχει έρθει σε κέφι. Κατά προτίμιση τα υπόλοιπα ανέκδοτα αφήνετε να τα λένε άλλοι και να είναι άθλια (πχ τι πετάει και μοιράζει εφημερίδες = περιπτέρι κτλ). Αυτό συμβάλει στο να ψιλοκουραστούν οι υπόλοιποι, ώστε όταν το ανέκδοτο που ακολουθεί είπωθεί, να τους κερδίσει το ενδιαφέρον.
ΠΟΤΕ ΜΑ ΠΟΤΕ μην πείτε αυτό το ανέκδοτο σε κρυόκωλους, θα είναι χάσιμο σάλιου και χρόνου, άσε που όσο διαδίδεται, τόσο λιγότερες φορές μπορεί να το πει κανείς.
ΟΚ? Here goes...
΄ "Βρισκόμαστε στην εποχή που ζούσε ακόμα ο Χριστός, πριν ξεκινήσουν οι φασαρίες με αυτόν αρχίσουν να τον κυνηγάνε όλοι. Όπως όλοι ξέρουμε τότε ο Ιησούς και οι μαθητές του έκαναν περιοδείες σε εκείνη την περιοχή, διδάσκοντας από χωριό σε χωριό και διαδίδοντας το λόγο του θεού.
Ήταν μια ζεστή καλοκαιρινή μέρα σε ένα χωριό μακρυά από το σπίτι του Ιησού. Ο Χριστός και οι μαθητές του είχαν φτάσει στο μικρό και φτωχό χωριουδάκι και είχαν μιλήσει με τους κατοίκους. Τώρα είχε φτάσει μεσημέρι και αφού είχαν πεινάσει, οι μαθητές του Χριστού είχαν φύγει να βρουν κάτι να φάνε, ενώ αυτός τους περίμενε κοντά στην πλατεία του χωριού.
Ο ήλιος όμως ήταν καυτός και ο Ιησούς άρχισε να ζεσταίνεται. Η σκόνη του δρόμου σηκωνόταν από το ελαφρό αεράκι και του ξέραινε το δέρμα, κάνοντάς τον επίσης να διψάει. Αποφάσισε λοιπόν να χτυπήσει κάπου και να ζητήσει ένα ποτήρι νερό μέχρι να επιστρέψουν οι μαθητές του.
Χτύπησε την πόρτα από ένα φτωχικό χαμόσπιτο και μετά από λίγο ένας γέρος του απάντησε. Το πρόσωπο του ηλικιωμένου ήταν σκαμμένο από τις ρυτίδες και την κακουχία, ενώ η πλάτη του είχε γείρει από τα χρόνια που τη βάραιναν. "Τι θέλεις παιδάκι μου;" τον ρώτισε. "Σεβαστέ γέροντα," του απάντησε ο Ιησούς, "στέκομαι εδώ στο δρόμο αρκετή ώρα τώρα και έχει στεγνώσει το στόμα μου από τη ζέστη. Μήπως θα σου ήταν εύκολο να μου προσφέρεις ένα ποτήρι νερό να ξεδιψάσω;" "Μα τι λές τώρα, βέβαια. Έλα πέρασε μέσα."
Το σπίτι του γέροντα ήταν φτωχό και λιτό. Καθώς ο Χριστός μπήκε μέσα είδε σε μια γωνιά κάποια εργαλεία ξυλουργού. Υπήρχε ένας πάγκος, πριόνια, λειαντίρια, εργαλεία για το σκαλισμό του ξύλου, αλλά και κομμάτια ξύλου καλής ποιότητας, έτοιμα να δουλευούν. "Τις ευλογίες του θεού να έχεις καλέ μου γέροντα." είπε ο Χριστός όταν ήπιε το νερό που του έδωσε ο γέρος. "Είδα εδώ τα εργαλεία σου." συνέχισε μετά, "Για πες μου είσαι ξυλουργός;" "Αχ, ναι παιδάκι μου, ήξερα καλά την τέχνη του ξύλου, αλλά τώρα πια έχω γεράσει και έχω πολλά χρόνια να πιάσω τα εργαλεία στα χέρια μου και να φτιάξω κάτι της προκοπής." "Ξέρεις τι μου θύμισες τώρα γέροντα; Ο πατέρας μου ήταν κι αυτός ξλουργός. Έχω να τον δω πάρα πολλά χρόνια όμως και δεν ξέρω πια που βρίσκεται. Εσύ γέροντα έχεις παιδιά;"
Το βλέμμα του ηλικιωμένου φάνηκε να σκοτεινιάζει, σαν μια πίκρα να τον βασάνιζε, σαν κάτι που να τον στεναχώρισε. "Αχ, έχω μόνο ένα γιο, αλλά έχω να τον δω κι εγώ πάρα πολλά χρόνια, όπως κι εσύ τον πατέρα σου. Θα έχει μεγαλώσει τώρα, αλλά δεν ξέρω που βρίσκεται. Μακάρι ο θεός να τον έχει κάλά!" Ο Χριστός που ένοιωσε τη στεναχώρια του γέρου του είπε: "Μίλησέ μου για το γιο σου γέροντα, μπορεί να τον γνωρίζω εγώ." "Δεν ήταν δικός μου γιος, ήταν ένα δώρο που μου είχε κάνει ο Θεός. Από μικρός φαινόταν πως ήταν ξεχωριστός και αυτό μας είχε δημιουργήσει και κάποια προβλήματα. Οι υπόλοιποι κάτοικοι του χωριού δεν τον καταλάβαιναν και τον φοβόνταν. Ίσως έφταιγε ότι ήταν πάρα πολύ καλόψυχος."
Κάποιες υποψίες άρχισαν να δημιουργούνται στον Ιησού. "Γέροντα" είπε, "ξέρεις, μου φαίνεσαι κάπως γνωστός. Για πες μου, πόσο καιρό έχεις να δεις το γιό του;" "Α, πολύ καιρό, γύρω στα δώδεκα χρόνια τώρα." "Περίπου τόσο έχω να δω κι εγώ τον πατέρα μου που όπως είπα ήταν κι αυτός ξυλουργός."
Άρχισαν να περιεργάζονται ο ένας τον άλλον κάπως καλύτερα, καθώς η συναισθηματική ένταση στην ατμόσφαιρα ανάμεσά τους άρχισε να αυξάνει. Έμοιαζαν να σκέφτονται έντονα και να διαπιστώνουν κάτι που δεν το είχαν καταλάβει αμέσως. "Κοίτα να δεις..." είπε ο γέρος "τώρα που σε κοιτάζω καλύτερα κι εσύ μου φαίνεσαι από κάπου γνωστός."
Τα μάτια του γέρου άρχισαν να βουρκώνουν. Ένα δάκρυ κύλισε στο λερωμένο από τη σκόνη του δρόμου πρόσωπο του Ιησού. Με δάκρυα χαράς και με γέλια ευτυχίας έτρεξαν και έπεσαν ο ένας στην αγκαλιά του άλλου, χαρούμενοι και οι δυο που είχαν βρει επιτέλους μετά από τόσα χρόνια ξανά ένα συγγενικό κα τόσο αγαπημένο πρόσωπο.
"ΠΑΤΕΡΑ!" Φώναξε ο Ιησούς. "ΠΙΝΟΚΙΟ!!!"
|