Τυφλά πουλιά μεθυσμένα από τις ηδονές
από τα ουρλιαχτά και τις φωνές
σε τραβούν,
με συμπαθητικά γδαρσίματα
που αφήνουν σημάδια φονικά
να στολίζουν την πνοή σου
τα ίχνη και την άχνα σου
και 'γω κρυμμένος εκεί στα σπλάχνα σου
ταξιδεύω στην σιωπή σου
Τυφλά πουλιά κόκκινα απ' το αίμα μας
καθώς βουτούσαν μες το ψέμα μας
να τραφούν,
μας ένωσαν μας χώρισαν μας έκλεψαν μας δώρισαν
το πέταγμα και την πτώση σους
κι όταν τα κοίταξα, είδα κατάματα
στα κορμιά τους τα δικά μας τραύματα
τα πρόσωπα μας στην όψη τους.