Πέπλο απλώνει η λίγη δύναμη μας
άλλοι χαθήκαν, φύγανε, πονέσαν όχι εμείς
ένα βήμα μιας προκυμαίας βόλτα,
εδώ κι όχι για πάντα ούτε γι’ αρκετό
μπορεί και αύριο να ξεραθεί σ’ ένα λεπτό,
πλάι στην αρμύρα, ετούτ’ η μοίρα
εκείνη, η άλλη,
στο διάφανο της σάλι.
Ο κόσμος δεν θυμάται και όσους δεν ξεχνούν
Τους λοιδωρούν που όλο γυρνούν
Πίσω, στην αρχή, κάθε σπόρος λουλουδιού
Καν δεν φτουράει
Με ραδιοκύματα μικρά
Έρχονται, πάνε, λόγια νεκρά,
οι άνθρωποι ξεχνάνε να στο πουν
αυτό που εννοούν, γιατί στο μεταξύ
κάτι τους κυβερνά και προσπερνά την λογική
σε μια λογικοφανή σκηνή,
μια στιγμή για μια στιγμή μονάχα
και όλοι ηθοποιοί σε κάποιον ρόλο
που διάλεξαν αυτοί, σε τρύπια διανομή,
πιστέψανε πως τους ταιριάζει,
ο ουρανός να στάζει κι αυτοί, να φέρνουνε βροχή,
τόσοι πολλοί, υποκριτές αληθινοί,
ψεύτικοι κριτές, αλήθεια είναι
δεν μας αξίζει να κυνηγάμε
ό,τι πριν γεννηθεί στοιχειώσαμε
τον σεβασμό στην διαφορά –
καμιά φορά, βλέπεις, μετράει
και τότε, είν’ αργά
δεν μας ξανακοιτάει,
μαύρα γυαλιά φοράει
και γνέφει τον προδώσαμε.
Πού κοιτάς, μέσα απ’ τα σκούρα σου γυαλιά
της μέρας φως μας άνοιξε πανιά
και αεράκι απαλό, γλυκό ανακατεύει τα μαλλιά
Τι κοιτάς και πώς
Με μάτια υγρά ο αετός που στην ψυχή σου
Δανείζει τα φτερά του
Και κάθετα στ’ απάνεμο άνοιγμα τους
Πλευρίζει τα βουνά,
Τώρα γροικά και βιάζεται να φέρει
Το παιδικό του καλοκαίρι στην φωλιά του,
Να του ντύσει το όραμα του –
Εκεί που μάλλον θα κοιτάς.
Πονάς; Έμαθες, ίσως,
Να ξενυχτάς το μεσημέρι, στην αντηλιά.
Πού κοιτάς, μέσα απ’ τα μαύρα σου γυαλιά;