Θάλασσα, πάντα μπλε, βαθιά,
την μέρα κύμα ασημί χαϊδεύεται από τον ήλιο
σαν γυναικεία ματιά, που συναντά, το νέο της ουρανό
και τι γλυκιά μορφή και τι συναίσθημα ακριβό
να κολυμπά η κάθε η στιγμή, σε κάποια νέα αφορμή
για μια βουτιά, στου έρωτα τον βυθό.
Σύννεφα λευκά
γίνονται κόκκινα φτερά όταν η μέρα σβήσει
σε κάποια δύση ατέλειωτη, αξέχαστη,
έχοντας αγκαλιά
την φύση που οδηγά τη νέα σου αγάπη
στον δρόμο δίχως χάρτη,
να θέλεις κι ό,τι θέλει να σου αρκεί
Ακόμα κι η σιωπή.
Είσαι μαζί της πάντα και παντού,
Ένα φιλί
σαν χίλιες λέξεις υγρές, ζεστές, στ' ανώγεια την κρατάει
απλή και δίχως λόγια, ξενυχτάει,
η σκέψη να την ξαναδείς,
δεν θέλεις τίποτα να κρύψεις, δίνεις,
δεν θέλεις να κρυφτείς
Σαν φάρος, αναβoσβήνεις.
Και ύστερα, μετά, μια εποχή,
που γνωριζόμαστε, μαθαίνουμε, ανασαίνουμε
τον ίδιο τον αέρα, που φυσά, τα κάστρα μας στην άμμο
κι αντιστεκόμαστε κι ονειρευόμαστε και ξαποσταίνουμε
συμβιβαζόμαστε και σταματάμε,
κάτι ζητάμε που κανείς μας δε νοεί
αν είναι αιτία, αν είναι αφορμή αυτό που μας χωρίζει
που συνηθίζει να ξεχνά
την θάλασσα που είδαμε μες τα ζεστά της χέρια,
τα όνειρα μας να κάνει ταίρια
πες μου, ρωτάς, πού πήγαμε, τί έμεινε
Η θάλασσα αυτή αντάρα έγινε.
Κι έτσι και όσο
σαν ποντοπόροι παλεύουν στ' ανοιχτά
η μνήμη, η συνήθεια, η προσμονή της αλλαγής
ψάχνεις να βρεις, το πρώτο πλοίο της γραμμής -
ανάμνηση μισή εκείνο το νησί
που ούτ' ένας αιώνας δεν έφτανε να μετρήσει
μαργαριτάρια αγάπης, οάσεις, παραλίες
με χρυσοποίκιλτη αμμουδιά,
που ξαναπερπατάς, στο τέλος πια,
σαν άλλος Ροβινσώνας.
Και πάλι απ' την αρχή κι άντε ξανά.
Ο έρωτας τελειώνει, εκεί, που θα ξαναγεννηθεί
μ' άλλη μορφή, νέα φτερά, νέα τοπία
σε άλλο βλέμμα μαγικό,
σε άλλη ουτοπία.