Και τα καράβια τους κάβους ξεπλήρωσαν με λυμένους κόμπους και οι βροχές τις λίμνες χαιρέτησαν με λίγες σταγόνες και τα πουλιά τα βράχια αγνάντεψαν χτυπώντας τα φτερά τους Πριν έλθει για μια ακόμη φορά το πλήρωμα του χρόνου και κάνει την φυγή επιστροφή, ανατολή την δύση, κάποια ηρεμία ταραχή και στ' ανοιχτά βυθίσει ό,τι χε ξανοιχτεί χωρίς να προνοήσει, ζώντας σαν αφημένη μοίρα Οι ναυτικοί φωνάζουν "Βίρα!", χωρίς αναπνευστήρα, χωρίς αναπνοή βουτάνε Το κάθε δευτερόλεπτο πάει μπροστά την εποχή, το κάθε βήμα αλλάζει την σελίδα κάθε γραμμή, κάθε ρυτίδα είναι ο ήλιος που αντέχεις στα μάτια να κοιτάς και όσο περπατάς χρωστάς να ξέρεις πού τραβάς, να ξέρεις να υποφέρεις την γη να περιστρέφεις γυρίζοντας κι εσύ, να τρέχεις στην βροχή χωρίς να πέφτεις μα πάνω απ’ όλα να μπορείς να σηκωθείς, ν' αναδυθείς Σε μια κίνηση αέναη όσο και η στιγμή, το ελάχιστο που σε ταΐζει με απεριόριστη επιθυμία να συνεχίσεις
|