Σαν αμαξοστοιχία με κάρβουνο κι ατμό
προχωρά η ζωή του καθένα και
υπάρχουν στάσεις λένε, που ανταμώνεις με την μοίρα
και άλλες που το ριζικό σου ξαποσταίνει
όπως τα αραιά σύννεφα που περνούν έξω από το παράθυρο
Στο εισιτήριο ίσως και να γράφει πού θα σταματήσεις
όχι όμως τί θα σε σταματήσει
Άλλωστε μπορείς να προσπεράσεις τον προορισμό σου
να τον αλλάξεις, να τον αγνοήσεις
όπως κάθε άνθρωπος που γνωρίζει το τέλος του
Τουλάχιστον, ας προσπαθήσεις
Στα ατέλειωτα παζάρια της διαδρομής
θα μιλήσεις με ανθρώπους που μιλάνε άλλη γλώσσα
θα δεις αυτόν τον τόσο κλειστό κόσμο να διαλαλεί
πως είναι ανοιχτός σε όλα
θα προσέξεις ίσως, ό,τι σε προσέξει
θα γυαλίσεις σε ό,τι σε φωτίσει
Πάρε από παντού κάτι αν είναι να βοηθήσεις αυτόν που σου δίνει,
πλησίασε τους ανθρώπους κι εγκαταλείποντάς τους
θα είσαι πιο άνθρωπος
Μέσα στα ταξίδια σου οι γρήγορες εναλλαγές
είναι των ματιών σου η κίνηση
Αν την αντέξεις ίσως βρεις το αναπάντεχο
ίσως μαζί του ζήσεις το συναρπαστικό
και στο κάθε τέλος αρκεί ότι έζησες το ταξίδι,
ότι ταξίδεψες στην ζωή
Η πορεία ίσως να ναι μοναχική αλλά
μόνος κανείς δεν απομένει - η φύση του τον σπρώχνει
τον αποχαιρετά
σαν τα χωριά επάνω στα βουνά
όμορφα, γραφικά μα πάντα μακρινά, δύσβατα και κρυμμένα
Αφήνοντας πίσω σου ζωή, ζωή να συναντήσεις
πάνω απ΄ όλα με ψυχή ας ζήσεις - και καρδιά
Οι σήραγγες ζωντανές αποδείξεις ότι υπάρχει φως
στην φωτιά
όπου κι αν σταματήσεις κλείσε τα μάτια και πες
πως θα γυρίσεις,
έτσι ή αλλιώς
Τα μονοπάτια όλα να τα διαβεί, κανένας δεν μπορεί
κανείς δεν προλαβαίνει, από μέσα
ξεκινούν όλοι οι προορισμοί και μέσα καταλήγουν,
σε μια κλωστή κομμένη -την παιδική σου Aφέλεια
που ακόμη περιμένει κι όλο ρωτά γιατί
κι όλο ρωτά...
Εκεί που συναντάς τους αποχωρισμούς
νομίζεις πως αρχίζεις ή μήπως σταματάς;
Αυτούς που δεν κοιτάς, μήπως αυτούς και ψάχνεις
και τους αναζητάς;
Ό,τι αφήνεις πίσω θέλεις να προσπεράσεις
ξανά απ' την αρχή, θέλεις να το προφτάσεις
Πώς και γιατί;
Πού σε πάει φίλε ταξιδιώτη, πού χάνεσαι;
Κλείσε τα χέρια σου κι αγκάλιασε
όλη την αμαρτία και όλη την συμφορά
για να μπορείς έτσι να κερδίζεις αγάπη
και άρωμα και μέλι και βελούδο
να ευφρανθούν οι αισθήσεις σου
να αγαλιάσουν οι ψυχές που μόνο ξέρουν
να αφήνουν ό,τι τις βαραίνει
κι έτσι πετούν εκεί που συγχωρούν
όλους του αναμάρτητους.
Μα όπως προχωράς στου χρόνου τα σκαλοπάτια
εσύ ν'ακούς δεν θες,
μόνο να της μιλάς, να αγορεύεις πατρικά
σχεδόν αντικρυστά Κόρη,
ό,τι αγγίζεις και θες να αγαπήσεις
άστο ελεύθερο
αν το κατακτήσεις ίσως το περιορίσεις
Κοντά στα ξέφωτα των άπιαστων ονείρων,
κάπου εκεί που θα πιαστείς
πρώτη φορά από την κουπαστή, μπορεί να ψιθυρίσεις
...τα πιό δυνατά αισθήματα ίσως νιώσεις μακριά
απ' ό,τι νόμισες πως σε κάνει δυνατό
Κάθε που απομακρύνεσαι πάντα θα πλησιάζεις
ολο και περισσότερο τον εαυτό σου
Και στο κεφαλόσκαλο, με όση πιά έχεις φωνή
μπορεί και να φωνάξεις
...αν έχεις ήδη αργήσει ας ψάξεις
ό,τι πίστεψες πως δεν προλαβαίνεις
Ίσως και τώρα να μπορείς,
ίσως και νά 'ναι έτσι