www.nygma.gr - ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ (Ιστορίες)

3 - Η Γιαγιά μου, η Γεωργία κι Εγώ! 17/2/2004

(Στην Γιαγιά μου ...κι ας μη το πιστεύετε!)

Δεν μας έφτανε η φτώχεια μας, δεν έφτανε που δεν χωρούσαμε τόσα άτομα μέσα στο σπίτι, κατά καιρούς είχαμε και τη Γιαγιά!

Ερχόταν σπίτι, κάθε φορά που επέστρεφε από κάποιο της ταξίδι, να μας επισκεφθεί. Και που δεν είχε πάει η Γιαγιά! Είχε πιάσει το νόημα, ήξερε να περνάει καλά, δεν είχε αφήσει δεκάρα τσακιστή από τα χρήματα του μακαρίτη του Παππού και δεν την ενδιέφερε παρά μόνο ο εαυτός της...

Όταν την γκρίνιαζε ο πατέρας μου, αυτή είχε πάντα το σκοπό της. Στους Αγίους Τόπους-ήθελε να βαπτισθεί Χαντζού», στη Πόλη-ήθελε να γνωρίσει το σόι του συχωρεμένου του αντρός της, στην Σαλλονίκη να 'δει κάποια μακρινά της ξαδέλφια που τα 'χε πονέσει. Ναι -άμα την άκουγες- είχε τους λόγους της η Γιαγιά!

Σαν την υποδεχόμαστε, μας εξιστορούσε τις εμπειρίες της, άνοιγε τις βαλίτσες της και μας έδειχνε τι είχε πάρει για τον Τζίνο, τον Νίκο -τα εγγόνια της στην Κέρκυρα-, την Αγγέλα, τη Μαρίνα, τα πουλάκια της -τα άλλα της εγγόνια στην Πρέβεζα- κι αφού περιμέναμε με λαχτάρα τη σειρά μας, η βαλίτσα είχε αδειάσει!

Εμείς ωστόσο την αγαπούσαμε. Ήταν η Γιαγιά μας...

Πέφταμε όλοι πάνω-καταπάνω για να μείνει λίγες μέρες ως που να ΄φευγε για τ΄ άλλα της τα παιδιά στην Πρέβεζα και την Κέρκυρα.

Δεν ήθελε και πολύ η Γιαγιά, μας έκανε το χατίρι, μέρες την παρακαλούσαμε εμείς, μήνες φορτωνόταν αυτή. Στο σπίτι είχε το δικό της κρεβάτι, τις καλλίτερες μερίδες στο φαγητό, το κομοδίνο της για να εναποθέτει το ποτήρι με τη μασέλα της, τα είχε όλα!

Η συμπεριφορά της αυταρχική, όλο διαταγές έδινε, δεν κούναγε ούτε το μικρό της το δακτυλάκι να κάνει κάτι μονάχη της κι όταν δεν της κάναμε κάποιο θέλημα μουρμούριζε:
- Tην κατάρα μου να ΄χεις, τότσος να μείνεις.

Είχα φτάσει δεκατεσσάρων χρονών, δεν είχα ξεπεράσει τους εκατόν σαράντα επτά πόντους, κι άρχισα να πιστεύω ότι με είχαν πιάσει οι κατάρες της γιαγιάς!

Στην καθιερωμένη της πια παραμονή, μετά από ένα ταξίδι της στην Κάλυμνο, δεν αισθανόταν καλά κι έφερε ο πατέρας μου τον γιατρό, αυτός διέγνωσε άσθμα, μας έφερε μπουκάλες με οξυγόνο, το σπίτι μετατράπηκε σε νοσοκομείο και την κουράραμε μέχρι που ήρθε το μοιραίο...

Φώναξε ο μπαμπάς τον γιατρό, αυτός υπέγραψε το πιστοποιητικό θανάτου, και οι ψυχραιμότεροι από τον πατέρα μου ανέλαβαν τα της κηδείας.

Ήρθαν από το γραφείο κηδειών τη βάλανε στο φέρετρο αφού την τάπωσαν πρώτα, της έβαλαν και μπαμπάκι στο στόμα, της φόρεσαν τα σάβανα που είχε πάντα μαζί της από τους Άγιους Τόπους τη νεκροστολίσανε, Εμείς ειδοποιήσαμε τους υπόλοιπους συγγενείς, και τη ξενυχτήσαμε, όπως συνηθίζεται.

Το πρωί-δεν ξέρω-άλλοι λένε ο θόρυβος της μανιβέλας από ένα μηχανάκι που δεν έπαιρνε μπροστά, άλλοι ακόμα μιλάνε για θαύμα , η Γιαγιά σηκώθηκε από τη κάσσα, έφτυσε τα μπαμπάκια και με δεμένα χέρια πανικόβλητη άρχισε να φωνάζει με τον γνώριμό της τρόπο:
-Ώστε θέλετε να με πεθάνετε ,ε!

Εμείς το βάλαμε στα πόδια έντρομοι, κάποιοι από τους μεγαλύτερους σταυροκοπιόντουσαν και κάποιο από τους ψυχραιμότερους την ηρέμησαν και την φρόντισαν.

Ο γιατρός που ήρθε μετά από δυό μέρες να πάρει τις φιάλες οξυγόνου για άλλους ασθενείς, κάτι έλεγε στον πατέρα μου για νεκροφάνεια και προσπαθούσε να δώσει επιστημονική εξήγηση στο γεγονός.

Η Νόνα μου έζησε άλλα τρία χρόνια, πέθανε από γηρατειά, και τη δεύτερη φορά σπίτι μας, δεν το πολυπιστέψαμε κιόλας για να την κλάψουμε όσο θα έπρεπε-περιμέναμε να ξανασκωθεί-, την θάψαμε και μαζί της θάφτηκαν και οι κατάρες της! Και το λέω αυτό γιατί με το που πέθανε στ΄ αλήθεια άρχισα να ψηλώνω. Πήρα μέσα σε ένα μήνα τριάντα τρεις πόντους.

Παίδαρος πια-ένα κι ογδόντα- δεν άργησα να γνωρίσω την Γεωργία!

Την συνάντησα στο μεσημεριανό λεωφορείο που πήγαινε στον Άγιο Βασίλη, μέσω Καστριτσίου.

Ήταν από το Καστρίτσι. Έτσι κάθε μέρα έπαιρνα το μεσημεριανό λεωφορείο για να τη βλέπω!

Ήταν τόσο όμορφη, μελαχρινή με κατάμαυρα μάτια, μακριά ίσα μαλλιά, την φλέρταρα καθημερινά, μέχρι να την καταφέρω για το πρώτο μας «ραντεβού»! Ήμουν ερωτευμένος! Την αγάπησα αγνά , αληθινά δεν είχα κι άλλη εμπειρία , έφαγα την κεραμίδα κατακούτελα! Αχ πόσο πόνεσα όταν με άφησε! Ήθελα να κλάψω, να γράψω, να ουρλιάξω, αλλά πού;

Στο σπίτι ήταν τα υπόλοιπα αδέλφια μου, θα με 'παιρναν στο ψητό, δεν θα το άντεχα κι έτσι σκέφτηκα να πάω στο Νεκροταφείο, να κάνω πως κλαίω για τη Γιαγιά και να 'κλαιγα για την Γεωργία!

Πράγματι πήγα, βρήκα τον τάφο της Γιαγιάς, γονάτισα έκανα τον Σταυρό μου και άρχισα να κλαίω... Σκεφτόμουν και έκλαιγα, έπλαθα στίχους, έψαχνα τα «γιατί», συλλογιόμουν, περνούσε η ώρα, σχεδόν είχε σουρουπώσει, προσπάθησα να σηκωθώ αλλά μάτην.

Στον αστράγαλο του αριστερού μου ποδιού ένοιωσα ένα κρύο πράγμα να με κρατάει καθηλωμένο. Δεν τολμούσα να κοιτάξω πίσω...
-Γιαγιά-Γιαγιά –ψέλλισα-για σένα κλαίω όχι για τη Γεωργία! Άσε με Γιαγιά, άσε με, και μου έρχονταν στο μυαλό η πρώτη φορά που πέθανε, οι κατάρες της κάποια πταισματάκια ανυπακοής και άλλα διάφορα που μου δημιουργούσαν ενοχές που θα μπορούσαν να δικαιολογήσουν την συμπεριφορά της.

Μάταια όμως... Το πόδι μου μαγκωμένο, άρχισα να ουρλιάζω, έχασα τις αισθήσεις μου και ξύπνησα μέσα σε θυμιατά και ψαλμωδίες.

Ο Παπάς πάνω από το κεφάλι μου -είχε ακούσει τις φωνές μου- με καθησύχαζε, για να με ηρεμήσει μου εξήγησε ότι το πόδι μου είχε πιαστεί στην κάνουλα της βρύσης που είχαν για να πλένουν τις ταφόπλακες.

Κοίταξα μουδιασμένος τη βρύση, ντράπηκα για το πάθημά μου και γύρισα σπίτι. Στον δρόμο ορκίστηκα να μην ξαναγαπήσω, αλλά και στη περίπτωση που θ΄ αγαπούσα, να μην ξαναπατήσω στο Νεκροταφείο!

Δεν πέρασαν λίγες μέρες και ήρθε μια φίλη της Γιαγιάς στο σπίτι, κρατούσε ένα γράμμα στο χέρι και φώναζε:
- Παιδιά-Γιώργο-Μίμη, γράμμα από τον Παράδεισο!

Η Γιαγιά είχε κάνει πάλι το θαύμα της! Με τη βοήθεια των Ταχυδρομείων αυτή τη φορά. Το γράμμα είχε φτάσει με δύο μήνες καθυστέρηση από την Πρέβεζα, που ήταν και ο τελευταίος της σταθμός!

Δημήτρης Γουδέβενος
ΕΡΕΥΝΑ & ΑΝΑΠΤΥΞΗ (Τηλεπικοινωνιακές εφαρμογές)

Το άρθρο αυτό βρίσκεται δημοσιευμένο στην Πύλη www.nygma.gr
στη διεύθυνση http://www.nygma.gr/mag/articles/Article.asp?ac_id=8&ar_id=683