Το θέμα του εβδομαδιαίου editorial σήμερα ομολογουμένως
δεν "πουλάει". Εχει παιχτεί και ξαναπαιχτεί εδώ και πολύ
καιρό, ξαναπαίζεται πού και πού, συζητιέται επιδερμικά
και γενικά θα έλεγα ότι έχει "καταχωρηθεί" ως ένα θέμα
που μας προβληματίζει και θα μας προβληματίζει
(εις το διηνεκές;) όπως τόσα άλλα.
Είναι το μείζον θέμα του Κοσσυφοπεδίου και της
Νότιας Σερβίας και της Γιουγκοσλαβίας και γενικότερα
ίσως των Βαλκανίων. Ενα θέμα της γειτονιάς μας, που
μπορεί (κακώς) να μην μας καίει όπως το Κυπριακό ή
η ιμπεριαλιστική πολιτική της Τουρκίας στο Αιγαίο,
έχει όμως καταχωρηθεί ως ένα από τα μεγάλα ζητήματα/προβλήματα
της χώρας μας μαζί με το Κυπριακό, το Σκοπιανό και άλλα
πολλά και ίσως συναφή.
Πριν από όχι και τόσον πολύ καιρό, στα δελτία των ειδήσεων
ο σφαγιασμός των αλβανοφώνων, ο βομβαρδισμός της Σερβίας
και ο σφαγιασμός των Σέρβων (κατά χρονική ακολουθία) ήταν
πρώτο θέμα στα δελτία. Τώρα, μία όμοια ακολουθία που εκτυλίσσεται
σε μία άλλη επαρχία της Γιουγκοσλαβίας δεν φαίνεται να
τραβάει αντίστοιχα τα φώτα της δημοσιότητας. Η πιο απλή απάντηση
είναι ότι το θέμα δεν "πουλάει" πλέον, σχεδόν όπως κατά
κανόνα το Νο ΙΙ στις μεγάλες εμπορικές παραγωγές.
Η απλή αυτή απάντηση μπορεί να είναι όμως και τραγικά
απλουστευτική.
Η αλήθεια μπορεί να είναι αρκετά πιο ενδιαφέρουσα (εάν όχι
οδυνηρή). Είναι πιθανόν να έχουμε πέσει λίγο στην παγίδα του "δεν μας
νοιάζει", για διάφορους λόγους όπως ότι "δεν μπορούμε να κάνουμε
και τίποτα", ότι "είναι μακριά από μας" ή ότι "τα φροντίζουνε όλα
οι φίλοι μας οι Αμερικάνοι". Προφανώς, τέτοιες προσεγγίσεις και απόψεις
μπορούν να σκιαγραφηθούν μόνο στο καφενείο.
Μία πιο ακραία, αλλά δεν ξέρω πόσο μακριά από την πραγματικότητα, άποψη
είναι ότι "μας αρέσει". Και δεν είναι δύσκολο να βρει κανείς επιχειρήματα
για να υποστηρίξει αυτήν την άποψη (την οποία βέβαια θα αρνηθούν πάνω από
τρις οι ουμανιστές εθνικοί μας καθοδηγητές).
Η Ελλάδα (καλός φίλος πλέον της Αμερικής και ισότιμο μέλος της οικονομικής
ολοκλήρωσης της Ευρώπης) έχει λάβει επάξια τον τίτλο του "μπάτσου των
Βαλκανίων". Βεβαίως-βεβαίως, ο μπάτσος δεν δέρνει αναγκαστικά αλλά εποπτεύει
και προστατεύει (και από την κακώς εννοούμενη πλευρά) την περιοχή ευθύνης
του. Εάν το "μπάτσος" γινόταν "νταβατζής" ίσως η έκφραση να ήταν περισσότερο
επιτυχημένη.
Με έναν τέτοιο ρόλο, η Ελλάδα δεν θα έπρεπε να στενοχωριέται πολύ εάν τα
Βαλκάνια (πλην της ιδίας) κατεδαφίζονταν εν μία νυκτί και στη συνέχεια
φάνταζε επιτακτική η ανάγκη ανοικοδόμησής τους με την Ελλάδα πρώτη στη
γραμμή των μεγάλων ευεργετών και εργολάβων. Πέραν ίσως από κάποια άχρηστα
οπλικά συστήματα που πρέπει να καταναλωθούν ή κάποια νέα που πρέπει να
δοκιμαστούν, ποιο το όφελος να κηρύσσεις πόλεμο (ή μέτρα συμμόρφωσης)
σε κάποια γειτονική χώρα, όταν ξέρεις ότι σύντομα θα την υπερφαλαγγίσεις
με την οικονομική σου υπεροπλία. Τι καλύτερο από να αλληλοκαταστρέφονται
οι άλλοι κι εσύ τέλος να εμφανίζεσαι ως σωτήρας και μεγαλόχαρα να συμφωνείς
να εγκαταστήσεις υπερσύγχρονα στρατόπεδα με δικούς σου φαντάρους και
υπερσύγχρονα πολυκαταστήματα με δικούς σου επιχειρηματίες για να εγγυηθείς
την ασφάλεια και την ευημερία τους αντίστοιχα. Τα κόκαλα του Μεγάλου
Αλεξάνδρου θα πρέπει να τρίζουν από συγκίνηση.
Αυτό είναι ένα σενάριο επιστημονικής φαντασίας βεβαίως-βεβαίως, δεν δύναμαι
ακόμη όμως να το καταρρίψω. Κι επειδή η επιστημονική φαντασία δεν απείχε
ποτέ πολύ από την πραγματικότητα, θα έλεγα να ασχολούμαστε περισσότερο
με τα της γειτονιάς μας (και δεν αναφέρομαι στους πολιτικούς αναγκαστικά).
Επίσης, θα έλεγα αντί να λυπόμαστε τους άμυαλους και άτυχους γείτονές μας
να προσέχουμε και λίγο τους μουσουλμάνους της Θράκης, τους ελληνόφωνους
(πρέπει να πω Ελληνες εδώ; και εάν το πω θα είμαι εθνικιστής;) της
Αλβανίας, τους Χριστόδουλους και τους τρομοκράτες. Γιατί τα σενάρια
επιστημονικής φαντασίας καμιά φορά γράφονται για λογαριασμό αυτών που
μπορούν να τα υλοποιήσουν ...