Χριστούγεννα προ των πυλών και όπως λέει ο λαός μας: ''Δώδεκα μέρες γιορτινές, Χριστούγεννα σημαίνουν". Δηλαδή, βρισκόμαστε μπροστά σε μια γιορταστική περίοδο, που ο παραδοσιακός πολιτισμός δεν την βίωνε αποσπασματικά και μεμονωμένα, όπως εμείς σήμερα, αλλά συμμετείχε σ'αυτήν μέσα από μια συνεχή τελετουργική διαδικασία ενός ολόκληρου δωδεκαήμερου, που ερχόταν να οριοθετήσει τον ετήσιο κύκλο του.
''Χριστούγεννα, Πρωτούγεννα, πρώτη αρχή του χρόνου, καθώς και η χριστιανική λατρεία, όπως και οι άλλες μεγάλες θρησκείες της Ανατολής, ήρθε να τοποθετήσει τη γέννηση του Μεσσία σ'αυτήν ακριβώς την κρίσιμη χρονική περίοδο. Με αφετηρία τον έντονο συμβολισμό του χειμερινού ηλιοστασίου, όταν πλέον-μετά την πιο μεγάλη νύχτα- το φως αρχίζει να αυξάνει και η ελπίδα μιας νέας ζωής προετοιμάζεται στα σπλάχνα της γης.
Τα σύμβολα και οι τελετουργίες του ελληνικού λαού για το χριστουγεννιάτικο δωδεκαήμερο θα μπορούσαν να αποτελέσουν το αντικείμενο μιας ολόκληρης σειράς άρθρων και βιβλίων. Εμείς, ας σταθούμε κυρίως σε ένα από τα πιο έντονα και φορτισμένα στοιχεία της τελετουργικής αίσθησης του δωδεκαημέρου: στα κάλαντα. Ειδικότερα όμως θα αναφερθούμε σε ένα πολύ χαρακτηριστικό σημείο που απαντάμε στα κάλαντα της Πρωτοχρονιάς: Πρόκειται για το χαρακτήρα που δίνεται στην μορφή του ’γιο-Βασίλη.
Ο θάνατός του, που συνέπεσε με την Πρώτη του Γενάρη του 379 μ.Χ., τον έκανε να συνδέσει το όνομά του με τον εορτασμό της Πρωτοχρονιάς από τους Ορθοδόξους (οι Καθολικοί λ.χ. "έχουν'' τον ’γ. Συλβέστρο, οι ’γγλοι τον St. Nikolas κ.τ.λ.).
Η λαϊκή παράδοση, που από τις αρχαίες Καλένδες ήθελε την Πρωτοχρονιά σαν μέρα σημαδιακή για την εξέλιξη της χρονιάς, φόρτισε και τον άγιό της με όλες εκείνες τις ιδιότητες που ανταποκρίνονταν στους πόθους και τις ανάγκες της. Έτσι ο ’γιος Βασίλης στα Πρωτοχρονιάτικα κάλαντα παρουσιάζεται πολύ συχνά σαν ζευγολάτης.
Είναι χαρακτηριστικά τα κάλαντα όπου τραγουδούν οι κάτοικοι στα μικρά χωριά της Κρήτης στο Λυβικό Πέλαγος.
"Ταχειά ταχειά ν'αρχιχρονιά κι αρχή του Γεναρίου,
αύριο ξημερώνεται τ' αγίου Βασιλείου.
Πρώτα που βγήκεν ο Χριστός -άγιος και πνευματικός-
στη γη να περπατήσει
εβγήκε και χαιρέτησε όλους τους ζευγολάτες.
Τον πρώτο που χαιρέτησε ήτον ’γιο Βασίλης
-Καλώς τα κάνεις Βασιλειό, καλόν ζευγάριν έχεις.
-Καλό το λες αφέντη μου καλό και ευλογημένο,
που το 'βλογά η χάρη σου με το δεξιό σου χέρι,
με το δεξιό με το ζερβό με το μαλαματένιο.
-Για πες μου ’η Βασίλη μου πόσα μουζούρια σπέρνεις;
-Σπέρνω σταράκι δώδεκα, κριθάρι δέκα πέντε
ταή και ρόβι δεκαοχτώ κι από νωρίς στο στάβλο.
Εθέρισα κι αλώνεψα κι έκαμα χίλια μόδια
και τα κορκοσκινίσματα χίλια και πεντακόσια.
Ματ' άλλα δεν εμέτρησα γιατί Χριστός επέρνα.
Και κεια που στάθην' ο Χριστός χρυσόν δεντρίν εβγήκεν,
και κεια που μεταπάτησε χρυσό κυπαρισσάκι
πού 'χε στην μέση τον σταυρό και στην κορφή την βρύση.
Στα μεσοκλωναράκια του πέρδικα κακαρίζει.
-Κακάριζε κακάριζε πέρδικα κορωνάτη,
μα επά τον έχουν τον υγιό, το μοσχοκανακάρη...".
Οι μαγικές ιδιότητες του ραβδιού του ’η Βασίλη -σύμφωνα με ορισμένους- παραπέμπουν στο ραβδί του Ααρών της Παλαιάς Διαθήκης, και -κατ' άλλους- στα κλωνάρια που πέταξε η ιερή ελιά της Ακρόπολης αμέσως μετά την πυρπόλησής της από τους Πέρσες, όπως τη θέλει η παράδοση που διασώζει στα ιστορήματά του ο Ηρόδοτος.
Στη Μακεδονία και τη Θράκη υπήρχε το έθιμο να γυρίζει ένα μικρό παιδί στα σπίτια και να αγγίζει με το ραβδί του, την σούρβα, τους αρρώστους και τα ζώα, έθιμο που οπωσδήποτε παραπέμπει στις λαϊκές αυτές δοξασίες για τον ’γιο Βασίλη και το ραβδί του.
Κάλαντα λοιπόν που θα τα ξανακούσουμε αυτές τις μέρες από τις ομάδες των παιδιών, παρ' όλο που κάθε χρονιά οι καλαντιστές μειώνονται αισθητά και η αίσθηση γίνεται όλο και πιο μηχανική, συμμετέχοντας στο καταναλωτικό παιχνίδι των ημερών.
Ένα ξερό "μας τα 'παν κι άλλοι!..." ή κάποιο νόμισμα για να διακόψει βιαστικά, συχνά στη μέση, στίχους που τραγουδιούνται, τις περισσότερες φορές χωρίς συναίσθηση του περιεχομένου και της λειτουργίας τους.
Μία και μόνη μελωδία, αυτή με τους λόγιους στίχους, απειλεί να εκτοπίσει τον τεράστιο πλούτο και την ποικιλία από τα διάφορα τοπικά κάλαντα σ' όλες τις περιοχές του ελληνισμού: από τα βυζαντινά κάλαντα της Μικράς Ασίας ως τα Θρακιώτικα, που συμπαραστέκουν στην Παναγιά που κοιλοπονάει, και από τα κρητικά, με την συνοδεία της λύρας, ως τα ποντιακά, που μαζί με το θαύμα της γέννησης αφηγούνται και το Θείο Πάθος...
Κάθε χρονιά οι ομάδες των καλαντιστών αριθμούν όλο και λιγότερα μέλη (δεν είναι σπάνιο πια το φαινόμενο ενός και μόνο τραγουδιστή, επιβεβαιώνοντας τη μοναξιά των παιδιών στη μεγάλη πόλη), ενώ αισθητά έχει περιοριστεί και ο πλούτος των μουσικών οργάνων, παραχωρώντας την θέση τους σ' ένα άρρυθμο τρίγωνο ή στον πλαστικό ήχο της "μελόντικα".
Τα σύμβολα της ζωής και της γονιμότητας που περιέφεραν οι τραγουδιστές σ' όλα τα σπίτια (έκκληση ευλογίας και τύχης αγαθής) δεν βρίσκονται πια στα χέρια της ομάδας . Εκείνο που -πάνω απ' όλα- έχει θιγεί είναι αυτή η παλιά καταπληκτική σχέση των τραγουδιστών με τον νοικοκύρη του σπιτιού και την οικογένειά του.
Έχει χαθεί η αναμονή και η προετοιμασία (ψυχική και υλική) για την έλευση των καλαντιστών, που φέρνουν μαζί με την νιότη και την δύναμη των συμβόλων και της μουσικής τους την ελπίδα και την αισιοδοξία μπροστά σε ένα μέλλον σκοτεινό και αβέβαιο.
Αυτήν την ελπίδα, την παρηγοριά που προσέφεραν οι παραδοσιακές τελετουργίες, δεν έχει καταφέρει να τις ξεπεράσει (ή να τις υποκαταστήσει) ο "σύγχρονος" άνθρωπος, που σίγουρα αισθάνεται να αυξάνεται η αμηχανία και η έλλειψη επικοινωνίας που χαρακτηρίζουν την "νέα τάξη" ζωής, όπου έχει ενταχθεί.
Γι' αυτό, όσο κι αν "έχουμε ξεπεράσει τέτοιες γραφικότητες", σίγουρα θα νιώσουμε άβολα αν έρθει μια μέρα που δεν θα χτυπήσει κανείς την πόρτα μας για "να μας τα πει, έτσι για το καλό!"
Επιβάλλεται, λοιπόν, ν' αποκαταστήσουμε τις σχέσεις μας μ' αυτό το ρεπερτόριο, ανακαλώντας μνήμες οι παλαιότεροι, ανακαλύπτοντας διαστάσεις απρόσμενες οι νεότεροι, διδάσκοντας το στα παιδιά σαν μια μύηση στη σοφία και την αίσθηση του ελληνικού πνεύματος.
Τα ελληνικά κάλαντα, με τη δομή και την λειτουργία τους, έρχονται να επιβεβαιώσουν ότι το ουσιαστικό νόημα της μουσικής παράδοσης είναι η έκφραση και η επικοινωνία μέσα από σύμβολα και διαδικασίες που αντέχουν στους αιώνες, γιατί απευθύνονται στις βαθύτερες ανάγκες κι ελπίδες του κάθε ανθρώπου. Γι' αυτό και δεν έχουμε δικαίωμα να μετατρέπουμε ένα παρόμοιο πολύτιμο εργαλείο εθνικής γνώσης και αυτογνωσίας σε μια γραφική εθιμοτυπία και πολιτικά γραφεία και λεωφορεία, μέσα από μια μηχανική-αδιάφορη αναπαραγωγή από παιδάκια που "παπαγαλίζουν" για να εξασφαλίσουν τον μποναμά τους.
Που είναι λοιπόν τα σχολεία και οι φωτισμένοι δάσκαλοι που θα διδάξουν στα παιδιά να βιώσουν και να σεβαστούν την πραγματική διάσταση αυτών των τραγουδιών. Ποιοι και πόσοι ραδιοφωνικοί σταθμοί ή τηλεοπτικά κανάλια θα μπουν στο κόπο (ή στον... κίνδυνο για τα ποσοστά της ακροαματικότητας) ν' αντιπαραθέσουν τα ελληνικά κάλαντα ή τους μουσικούς βυζαντινούς ύμνους των Χριστουγέννων στο "White Christmans" και το "Silent Night";
Πόσοι θυμούνται αυτές τις μέρες ότι, εκτός από τον Santa Clauss με το κόκκινο σκουφί, τις ερμίνες και τους ταράνδους, υπάρχει και ο έλληνας ’η Βασίλης; Ασκητικός, λόγιος αλλά και γεωργός, που δεν κουβαλάει δώρα, αλλά περιμένει να τον φιλέψουν οι νοικοκυραίοι, δίνοντάς τους για αντάλλαγμα την "αλφαβήτα" (την ελληνική παιδεία), που -όπως διηγούνται τα πρωτοχρονιάτικα κάλαντα- κάνει το ξερό ραβδί του να ανθίσει.
Ίσως δεν είναι τυχαίος ο παραλληλισμός με την ιερή ελιά του Παρθενώνα, που ξαναβλάστησε μετά τους περσικούς πολέμους.
Βλέπεται μπορεί οι-εκάστοτε- Μήδοι να διαβαίνουν, όμως τα σύμβολα μιας νέας αρχής, μιας νέας ελπίδας εξακολουθούν να παρηγορούν μέσα από τα ελληνικά κάλαντα και το ραβδί του Έλληνα ’η Βασίλη!...