Τα τελευταία χρόνια - που αποτελούν και εποχή της εισβολής της πληροφόρησης στη ζωή μας - όλο και συχνότερα μας τριγυρίζει το ερώτημα της διαμόρφωσης του ρόλου των μέσων μαζικής ενημέρωσης στη σύγχρονη κοινωνία. Παλαιότερα επικρατούσε ως βασική κοινή ανησυχία το κατά πόσο τα μέσα ενημέρωσης θα παίξουν χειραφετικό ή χειραγωγικό ρόλο. Το παραδοσιακό αυτό δίλημμα έχει πλέον ξεπεραστεί, αλλά δεν έχει σαφώς επιλυθεί. Έχει δε «υποκατασταθεί από τις απορίες για τον πολιτισμό της εικόνας και των προσομοιωμάτων»1.
Είναι, πιστεύω, σαφής η ανάγκη της ύπαρξης των μέσων ενημέρωσης για λόγους ελευθερίας της έκφρασης, ελεύθερης μετάδοσης πληροφοριών, πλουραλισμού, ελεύθερης επιχείρησης (ιδιωτικά μέσα ενημέρωσης), προάσπισης του δημοκρατικού πολιτεύματος, καθώς και ελέγχου της πολιτικής εξουσίας. Ιδίως για το τελευταίο, κατά καιρούς έχει λεχθεί ότι οι "επαγγελματίες" του τομέα πληροφόρησης ασκούν ρόλο εξισορρόπησης της εξουσίας σχεδόν εξίσου σημαντικό με εκείνον του Κοινοβουλίου, «μολονότι η πολιτική εξουσία έχει την τάση να επιζητεί τρόπους αποφυγής του ελέγχου και της κριτικής των μέσων μαζικής ενημέρωσης, και στην προσπάθειά της αυτή διαθέτει πολλαπλά μέσα»2
Ωστόσο, όσο περνούν τα χρόνια και μεγαλώνει η εμπειρία και η γνώση στο χειρισμό των μέσων ενημέρωσης, παρατηρούνται ολοένα εντονότερα φαινόμενα παρενόχλησης παντός είδους προς τους πολίτες, αλλά και αποπροσανατολισμός των ίδιων των δημοσιογράφων ως προς το γεμάτο ευθύνες λειτούργημα που έχουν αναλάβει να υπηρετήσουν. Οι τελευταίοι αντιμετωπίζουν διεθνώς μία κρίση εμπιστοσύνης. «Είναι ενδεικτικό ότι σε μία έρευνα του Nouvelle Observateur η γαλλική κοινή γνώμη μεταξύ 1975-1990 είχε κατατάξει τους δημοσιογράφους από την κορυφή της εκτίμησης στον πάτο μαζί με τους πολιτικούς και τις εταίρες»1 (τι τους έφταιξαν οι δύσμοιρες!).
Σε κλασική περίπτωση αποπροσανατολισμού των ίδιων των χειριστών των μέσων ενημέρωσης αναφέρεται ο Umberto Eco, μιλώντας για την ψευδαίσθηση της αλήθειας που πολλές φορές πιστεύουν και οι ίδιοι ότι παρέχουν στο κοινό τους: «Ο δημοσιογράφος δεν έχει χρέος να είναι αντικειμενικός. Έχει το χρέος να παίζει το ρόλο του μάρτυρα. Πρέπει να λέει ό,τι ξέρει και πρέπει (αφού, για παράδειγμα, εκθέσει τις απόψεις και των δύο μερών που έχουν εμπλακεί σε μια διαμάχη) να λέει ποια είναι η δική του γνώμη. Καλή είδηση για μένα είναι αυτή που ξεχωρίζει τα γεγονότα από τις αξίες. (...)Κακή είδηση είναι εκείνη στην οποία γνώμη και έκθεση γεγονότος μπερδεύονται. (...)
(...) μια εφημερίδα δεν μπορεί να περιλάβει το σύμπαν, η εφημερίδα αντικατόπτρισε [αντικατοπτρίζει] τον τρόπο επιλογής, μέσα από το σύμπαν, των πραγμάτων που κατά τη γνώμη των δημοσιογράφων της "αποτελούν την πραγματικότητα". Αυτό βέβαια δεν είναι κακό, είναι ανθρώπινο και λογικό. Αρκεί να μην το κρύβουμε απ'το κοινό.
Ο μύθος της αντικειμενικότητας του το κρύβει, και καμιά φορά το κρύβει και από το δημοσιογράφο. Απ' αυτή την άποψη είναι μια εκδήλωση ψευδοϊδεολογίας»3.
Όσο κι αν δεν μπορούμε να το συνειδητοποιήσουμε αμέσως, το πρόβλημα που θέτει ο Umberto Eco αποτελεί από τη φύση του ένα από τα βασικότερα προβλήματα ενάντια στα οποία οφείλει να αγωνιστεί η δημοσιογραφία, εάν επιθυμεί να καλείται δημοκρατική. Υπάρχουν όμως και περισσότερο πρόδηλες και βάρβαρες καταπατήσεις των δικαιωμάτων του ατόμου από τα μέσα ενημέρωσης, όπως περιπτώσεις στις οποίες θίγεται η προσωπικότητα, η τιμή και η ιδιωτική ζωή των ατόμων, δεν υπάρχει σεβασμός προς τα μεγάλα οικογενειακά ή προσωπικά δράματα των "ασήμαντων" ανθρώπων ή ακόμη παραβιάζεται η προστασία της νεότητας και των ανηλίκων. Δηλαδή, αναδύεται το ζήτημα το σχετικό με τα όρια της ελευθερίας στην έκφραση. Μπορούμε βέβαια να διακρίνουμε ανάλογα με τις συγκεκριμένες συνθήκες δύο αντιμετωπίσεις του ίδιου θέματος. Εφόσον πρόκειται για την πολιτική και τη δημόσια ζωή είναι αναγκαία η πλήρης ελευθερία έκφρασης. Η σχετική ελευθερία έκφρασης, δηλαδή η υπαγόρευση περιοριστικών όρων, επιβάλλεται από αξίες θεμελιωδέστερες αυτής της ελευθερίας του λόγου, όπως οι προαναφερθείσες. Εξίσου επικίνδυνος είναι και ο κατακλυσμός των μέσων ενημέρωσης από ανούσια γεγονότα, εκπομπές, απόψεις ή σχόλια (το τίμημα του σεβαστού κατά τα άλλα πλουραλισμού). Δανειζόμενος στίχους γνωστού σύγχρονου ελληνικού μουσικού συγκροτήματος, τους μοιράζομαι μαζί σας:
«Με ταϊζουν βλακείες και περιμένουν να χωνέψω
Κοιτάζω τον κόσμο, δεν ξέρω τι να πιστέψω»4.
Σε αυτό το σημείο πιστεύω ότι είμαι σε θέση να βγάλω ένα πολύ γενικό συμπέρασμα: η δεοντολογία και ο ορθός χειρισμός των μέσων μαζικής ενημέρωσης από πλευράς αυτών που έχουν τα σκήπτρα (άλλοι προτιμούν να τους καλούν "βαρώνους" των media) δεν οριοθετείται σαφώς. Η κατάσταση των μέσων αυτών δεν είναι απολύτως ελεγχόμενη, ούτε απολύτως ανεξέλεγκτη. Δυστυχώς ή ευτυχώς επαφίεται στο αντίστοιχο του "πατριωτισμού" γι' αυτήν την περίπτωση, στο φιλότιμο, την αυτοσυγκράτηση και τον αυτοέλεγχο αυτών που έχουν την κυριαρχία. Διαπιστώνοντας κάτι τέτοιο, θαρρώ ότι από τώρα και στο εξής θα είναι φρόνιμο να ανάγουμε το θέμα στη δημιουργία ενός πολίτη-δέκτη-κριτή, ενός πολίτη που έχει τα εφόδια από την παιδεία του να σταθεί από μόνος του και να αντιμετωπίσει επιλεκτικά τα μέσα. Είναι καιρός να το αντικρίσουμε ως θέμα μόρφωσης, αυτής που θα συμβάλλει στη διαμόρφωση προσωπικοτήτων.
«Μα ο Θεός είναι δυνατός μου ανοίγει τα μάτια»4.
1Μαρία Κομνηνού: επίκ. Καθηγήτρια του Πανεπιστημίου Αθηνών στο Τμήμα Επικοινωνίας και ΜΜΕ.
2"ΠΟΝΤΙΚΙ" - Πέμπτη 13 Ιανουαρίου 1994, σελ.33.
3Umberto Eco, Η σημειολογία στην καθημερινή ζωή, Μαλλιάρης-Παιδεία, Αθήνα 1983 σσ. 34-38.
4ΣΤΕΡΕΟ ΝΟΒΑ, από το τραγούδι "ηλίθια αστεία".