Είναι καλοκαίρι και λίγο οι ζέστες, λίγο τα ανοιχτά μπαλκόνια, ερχόμαστε σε επαφή και πολλάκις σε σύγκρουση με όλους αυτούς που μένουν κοντά μας και την ύπαρξη τους ούτε που υποψιαζόμαστε το χειμώνα. Εμείς, λίγο επειδή είμεθα μισθοσυντήρητοι-εγώ που είμαι και του δημοσίου έχω ακόμα και αυτά τα πανάκια στους αγκώνες- και άρα θέσει στερημένοι, λίγο επειδή ο ήρωας της παγκόσμιας λογοτεχνίας που θαυμάζουμε είναι ο Σάϋλοκ (το αντίστοιχο του Θείου Σκρουτζ για όσους από σας δεν έχουν κλασσική παιδεία), δεν αξιωθήκαμε ούτε φέτος να πάρουμε κλιματιστικό. Αυτό σημαίνει ότι έχουμε μέρα νύχτα μπαλκονόπορτες ανοιχτές, με αποτέλεσμα να αντιμετωπίζουμε το φαινόμενο ‘Γείτονες’ με τη μεγαλύτερη δυνατή σφοδρότητα. Στο εξωτικό Γαλάτσι, όπου διαμένουμε, η έννοια γείτονας σηκώνει πολλές ερμηνείες. Ως συνοικία γνωρίζουμε μια πρωτοφανή οικοδομική έξαρση, με αποτέλεσμα τα μπαλκόνι του γείτονα να μπαίνει με κάθε αυθάδεια μέσα στο καθιστικό σου, ενώ από το μπάνιο σου να βγαίνει η γυναίκα του με τα μπικουτί της. Ας είναι, κι αυτό το ανεχτήκαμε όπως τόσα άλλα, το ηθικό μας έσπασαν 2 πράγματα:
Ο πόλεμος των κάδων : Κάθε νύχτα ένας αδυσώπητος πόλεμος εκτυλίσσεται στους δρόμους της πόλης, ένας πόλεμος που διεξάγεται με ανίερα μέσα και μέχρι τελικής πτώσεως. Οι απώλειες από αμφότερες τις πλευρές είναι τεράστιες, εντούτοις αυτό δε μειώνει το μένος των εμπόλεμων παρατάξεων, τουναντίον τις ατσαλώνει και τις κάνει ακόμα πιο αιμοδιψείς. Μόλις αρχίσει η νύχτα να πέφτει, οι κάδοι των σκουπιδιών βγάζουν ποδαράκια κι αρχίζουν τις τσάρκες, ανάλογα με το πού βολεύεται να παρκάρει ο καθένας., ή αν ενοχλείται από την αποφορά των σκουπιδιών. Σύμφωνα με την πιθανοθεωρία, εφόσον σε μια πολυκατοικία μένουν περισσότεροι ΥΜΚ (Υποψήφιοι Μεταφορείς Κάδων) απότι σε ένα διώροφο, είναι λογικό ο κάδος να καταλήγει μπροστά στο διώροφο. Ε, δεν αντέξαμε κι εμείς κάποια στιγμή, 10 άτομα να κάνουμε εισπνοές τα σκουπίδια που βγάζουν 100, μας έπνιξε το δίκιο, οπότε ντύσαμε στο χακί το γενναίο Δημητράκη, τον ζώσαμε σταυρωτά τα φυσεκλίκια και τον αμολήσαμε να παλέψει με τον κάδο. Τι έκανα η άφρων, πού παραλίγο να μείνω με ένα παιδί στην αγκαλιά και το άλλο στην κοιλιά (όχι, αυτό δεν είναι είδηση, το λεω απλώς για να δραματοποιήσω τη σκηνή και να ξυπνήσω συνειδήσεις)? Παράβλεψα το νούμερο ένα παράγοντα, που αν συντρέχει, δεν πρέπει ποτέ να τα βάζεις με το γείτονα. Για να μαθαίνετε κι οι άκαπνοι, ποτέ μα ποτέ δεν τα βάζουμε με άνθρωπο τρελό και δη αν ο τρελός δουλεύει ως σεκιουριτάς, που σημαίνει ότι έχει ένα σώμα κράμα Ράμπο και Σβαρτσενέγκερ. Το εν λόγω βουνό, λοιπόν, στεκόταν στην άλλη πλευρά του κάδου και ακουμπούσε ανέμελα τον αγκώνα του, ενώ ο δόλιος Δ έσπρωχνε με όλη του τη δύναμη, ίδρωνε και ξεϊδρωνε χωρίς ο κάδος να πηγαίνει ένα πόντο. Το γουρούνι, που διέθετε και πλούσιο λεξιλόγιο με πληθώρα απειλητικών συμφώνων (γκρρρρ), δε μίλησε ποτέ. Με έναν δείκτη μεγάλο όσο ένα κοτοπουλίσιο μπούτι έκανε νόημα στο Δημήτρη να κοιτάξει κάτω από τον κάδο, απ’ όπου ωιμέ! Εξείχαν τα πασουμάκια της κυρίας Αφροδίτης, της ενοίκου μιας μονοκατοικίας απέναντι που είχε βγει πριν από 2 μέρες να μετακινήσει τον κάδο και έκτοτε αγνοείτο. Ο Δημήτρης δεν είπε τίποτα, γύρισε και μπήκε στο σπίτι, έκτοτε όμως έχει το βλέμμα του ανθρώπου που έχει χάσει τα πάντα, που τον στείλανε σ΄ ένα πόλεμο από πριν χαμένο.
Γέρος, κουφός, απέναντι: Το σπίτι που μένουμε βλέπει σε έναν ακάλυπτο. Κατά σατανική σύμπτωση στον αυτό ακάλυπτο έχουν πρόσβαση και δυο πολυκατοικίες. Ένοικος της μίας είναι ένας γέρος υπερενενηκοντούτης, ο φανατικότερος ίσως ακροατής του σκάι 100,4. Από μια διεστραμμένη παρόρμηση κάποιος μοχθηρός συγγενής του, που σίγουρα μένει εκτός ακτίνας 100 χλμ από το Γαλάτσι, του έχει χαρίσει ένα καταραμένο , αθάνατο ραδιόφωνο. Ο γέρος είναι θεόκουφος, αλλά κι αυτός με τη σειρά του από μια σαδιστική διάθεση, κατά τις εφτά κάθε μέρα θα πατήσει το μαγικό κουμπάκι να συντονιστεί με τον ενημερωτικό σταθμό. Με την απαράλλαχτη σειρά που περιγράφω, ακολούθως ο γέρος θα τσατιστεί που δεν ακούει τίποτα, θα γυρίσει το κουμπί του ήχου στη διαπασών και μακάριος μέσα στην κουφαμάρα του θα σιχτιρίσει τη συσκευή που δε δουλεύει, διότι πλέον όλο ψεύτικα πράγματα φτιάχνουν και θα απομακρυνθεί από το μαινόμενο ραδιόφωνο, αφού του ρίξει και μια μαγκουριά, ενώ όλοι οι δυστυχείς ακούσιοι ακροατές δονούμεθα στο ρυθμό των καταγγελιών του κ.Ευαγγελάτου. Η μοίρα μάς παίζει άσχημο παιχνίδι όμως, είμαστε οι μόνοι κάτοικοι Γαλατσίου που δεν έχουμε καμία σχέση εξ αίματος ή εξ αγχιστείας (εκτός ίσως ότι μοιραζόμαστε το ίδιο μεράκι για τον Ευαγγελάτο) με τον πατριάρχη-γέρο και κατά συνέπεια οι μόνοι που βιδωνόμεθα πραγματικά όταν αρχίζει το μεγάφωνο. Η υπόλοιπη πολυκατοικία κατά κάποιον ανεξήγητο τρόπο (ίσως να ζευγαρώνουν μεταξύ τους και γι΄αυτό έχουν αυτό το ηλίθιο βλέμμα) συνδέεται με άρρηκτος δεσμούς με το γέρο και έτσι υφίστανται στωικά την 336η μετάδοση των ειδήσεων στις 3 το πρωί.
Λοιπόν, σιγά σιγά να κλείνουμε και το κείμενο, διότι έρχονατι να με ντύσουν σακούλα. Αφού αποτύχαμε στην μετωπική σύγκρουση με τα μεγάλα συμφέροντα, κινούμαστε δια της πλαγίας οδού. Κάθε βράδυ ένας από μας μακιγιάρεται κατάλληλα, μπαίνει μέσα σε μια σακούλα σκουπιδιών και αδιάφορα τοποθετείται δίπλα στον κάδο. Από τη σακούλα εξέχουν μόνο οι πατούσες του, και μόλις ακουμπήσει τον κάδο, με αδιόρατες κινήσεις των δακτύλων των ποδιών-που δε γίνονται αντιληπτές δια γυμνού οφθαλμού και τις έχουμε ξεπατικώσει από τους μοναχούς Σαολίν- αρχίζει να μετακινεί τον κάδο. Κατά τις δυο τα μεσάνυχτα και εφόσον δεν έχει γίνει αντικείμενο επίθεσης πεινασμένων γάτων, ο άνθρωπος-σκουπιδοσακούλα έχει πετύχει το σκοπό του. Έτσι νικήσαμε τους εχθρούς-ενοίκους των πολυκατοικιών, έχουμε απόκτήσει μια αδιόρατη βρώμα βέβαια, αλλά ο πολέμος είναι βρώμικο πράμα από μόνος του!