Απόψε θέλω να γράψω για τις σκέψεις που δεν έχω. Δεν έχω καμία σκέψη, το μυαλό μου δεν κατεβάζει τίποτα να σας πω κι αυτό με τρελαίνει. Όλη μέρα σπάω το κεφάλι μου τι να γράψω, με βασανίζουν πολλά πράγματα αλλά αυτή τη στιγμή που θέλω να τα μοιραστώ, δεν βγαίνουν. Δεν βγαίνει τίποτα και η κούραση που έχω δεν είναι δικαιολογία. Νομίζω ότι συνηθίζω να τα αφομοιώνω όσα με απασχολούν και να γίνονται ένα με εμένα χωρίς να τα αντιμετωπίζω ποτέ. Απλά γίνονται κομμάτι του εαυτού μου και απλά κάθονται εκεί και περιμένουν να ξαναβγούν στην επιφάνεια σαν μια παλιά αρρώστια από την οποία, στην πραγματικότητα, ποτέ δεν γιατρεύτηκα.
Πώς γίνεται να μην έχεις τίποτα να πεις και να θες να δώσεις μια στο κεφάλι σου στον τοίχο από απελπισία; Δεν το ξέρω, είπαμε. Τι να γράψω; Τι είδα σήμερα; Έναν γιάπη σε δείπνο με μια μανά με δυο παιδάκια. Αυτός καλοντυμένος, ήταν φανερό ότι γλυκοκοίταζε τη μάνα, που μάλλον ήταν χωρισμένη. Μου φάνηκε θλιβερό θέαμα. Σαν χαζορομαντική αμερικανική ταινία, όπου ο γραβατωμένος τυπάκος με μεγάλες δόσεις ιπποτισμού δίνει δωράκια στα παιδάκια της γυναίκας που θέλει να τουμπάρει. Συγγνώμη, να πλησιάσει ήθελα να πω. Και γιατί είναι θλιβερό όλο αυτό; Δεν ξέρω. Δεν θλίβομαι για τον γιάπη και τη μάνα. Καλά κάνουν. Θλίβομαι ίσως γιατί νιώθω ότι αυτά τα μούλικα ποτέ δεν θα τα αγαπήσει. Και γιατί να τα αγαπήσει; Δικά του είναι;
Τι είπες εσύ εκεί κάτω;
Αν ήταν δικά του θα τα αγαπούσε;
Καλή ερώτηση φίλε μου. Η απάντηση μου: όχι απαραίτητα. Μάλλον ο μύθος που από το σχολείο μας περνάνε ότι οι γονείς μας αγαπάνε πρέπει να αρχίσει να αποσύρεται, να κρύβεται. Ξέρεις, αγάπη δεν είναι να το ταΐζεις, να το ντύνεις και να του παίρνεις παιχνίδια για να μην το έχεις στα ποδιά σου. Αγάπη είναι να κανείς αυτό που φαντάζει δύσκολο, να ξεπερνάς τον εαυτό σου, να ρίχνεις τα μούτρα σου σε αυτό το ηλίθιο πλάσμα που είναι πολύ λιγότερες δεκαετίες εν ζωή από ο,τι εσύ. Να του μαθαίνεις τη συγγνώμη, να του μαθαίνεις ότι δεν πρέπει να πατάει επί πτωμάτων. Αγάπη είναι να το ρωτάς, όχι τυπικά, ουσιαστικά: τι δεν πήγε καλά στη μέρα σου, να του βεβαιώνεις: είμαι εδώ για σένα, όχι για να σε κρίνω, αλλά για να σε συμβουλέψω, χωρίς να είναι απαραίτητο να με ακούσεις, έτσι κι αλλιώς δεν είμαι σοφός, στην πραγματικότητα αν και γονιός, αν και μεγαλύτερος, είμαι ένας ανθρωπάκος με πολλά ελαττώματα και δεν έχω δικαίωμα να σε κρίνω εσένα, παιδί μου, που υποτίθεται ότι σ’αγαπάω.
Ο γιάπης μπορεί να τα πει όλα αυτά στα παιδάκια; Ίσως όχι. Πάντως ξέρω και πολλούς αληθινούς πατεράδες και μανάδες που και πάλι δεν ξεστομίζουν τίποτα από όλα αυτά. Και μπορεί και η ίδια τους η μάνα να μην τους τα πει ποτέ.
Γιατί να υπάρχει οικογένεια; Ή μάλλον ξέρω γιατί να υπάρχει. Για να παράγει έτοιμα δουλάκια για την αγορά εργασίας ή για τους κυβερνήτες τους. Γιατί να την σέβομαι είναι αυτό που ρωτάω. Όταν όλος ο εγωκεντρισμός πηγάζει από την οικογένεια: θα βάλω μέσο για να περάσει το παιδί μου εκεί και δεν με νοιάζει ποιανού τη θέση θα φάω. Εμείς να ‘μαστε καλά.
Να σεβαστώ τι από την οικογένεια; Ότι ως επί το πλείστον δημιουργεί ανθρώπους με κόμπλεξ, ταμπού, κοινωνικά, εθνικιστικά, θρησκευτικά και σεξουαλικά;
Ναι, δεν θα έπρεπε να είναι έτσι. Είναι όμως. Δεν ξέρω πολλούς γονείς όπως τους περιγράφουν οι ψυχολόγοι… Ιδανικούς.
Θα μου πεις, τι σε νοιάζει ο γιάπης; Έλα ντε, δεν με νοιάζει.
Άλλωστε η μαμά μου εχει πει να κοιτάζω τη δουλεια μου. Να σπουδάσω σε μια καλη σχολή. Να είμαι επιμελής και συνεπής στη δουλειά μου και να ενδιαφέρομαι συνεχώς να ανεβαίνω σε αξιώματα και μισθούς. Να παντρευτώ μια καλή κοπέλα και να κάνω μια οικογένεια που δε θα της λείπει κανένα υλικό αγαθό. Να συμπληρώσω τα ένσημα μου και να χαρώ μια υπέροχη σύνταξη στα 70 μου. Κι όταν κλείνω τα μάτια, αποκαμωμένος από τη ζωή, για όλες αυτές τις υπέροχες συμβουλές, θα πω: «Σ’ ευχαριστώ μαμά..»
Προς το παρόν ευχαριστώ εσάς που διαβάσατε τις ηλιθιότατες σκέψεις μου.