Κάτω από το βλέμμα της ακατανόητης ποίησης
χορεύεις ταγκό με το αναπόφευκτο πεπρωμένο.
Μέσα στα κόκκινα παπλώματα του μπερδεμένου παρελθόντος
ξεπηδάνε φωτιές που σβήνουν τα παγωμένα νερά ενός αρχαίου φόβου.
Στο φανάρι που συντροφεύει τα ξυπόλυτα πόδια ενός ορφανού παιδιού,
τα παπούτσια σου καθρέφτισαν τη νεογέννητη μαργαρίτα που φύτρωσε
στη τρυφερή γωνία του δρόμου.
Μέσα από παιχνιδιάρικους σπασμούς
διαγράφεται το χάραγμα της καινούργιας σου παρουσίας
σ’έναν κόσμο που πάντα σε καθρέφτιζε, απλά εσύ τον προσπερνούσες
Κόκκινα μαύρα μακριά μαλλιά
χαρακτηρίζουν τον φαντασιακό αισθησιασμό των παιδικών σου χρόνων
που τόσο πολύ θέλησες να προσπεράσεις.
Κάτω από τη κόψη του ψαλιδιού καθρεφτίζονται τα μωσαϊκά των πάντα υπαρχουσών έμπιστων φωνών που σε μεγάλωσαν.
Πιο πέρα στο χώμα ο φόβος γίνεται λίπασμα
για να γεννηθεί η μαύρη τουλίπα που τόσο
αισθανόσουν να υπάρχει στα πραγματικά χωράφια της ζωής.
Καθώς τα μαλλιά σου χαϊδεύονται
από το ψαλίδι που σας ενώνει
ο κόσμος αναγεννάται από το διπλασιασμό του γέλιου σου.
Μαζί σου πάντα ο ήλιος χρωματίζει τα νύχια σου με μια παπαρούνα για πινέλο
κι εσύ μεταμορφώνεσαι μέσα στη συνέχεια του απέραντου κόκκινου.