Ο Τζωρτζ. Δεν τον πάω καθόλου τον Τζωρτζ. Ο άνθρωπος δεν έχει τίποτε είναι ένας άχρηστος και όλοι το συμπαθούν. Βέβαια έχει ένα «βέρι ιμπόρταντ» επάγγελμα – αναλυτής σε χρηματιστηριακή εταιρεία – αλλά τι να το κάνω το «ιμπόρταντ» αν δεν έχει απόδοση. Ο Τζωρτζ αν προσπαθήσεις να μιλήσεις σοβαρά μαζί του δεν μπορεί να σου πει ούτε τι ώρα θα ξυπνήσει αύριο, πόσο μάλλον να καταλάβει αυτός ο ψαρομάλλης – δήθεν πλέι μπόι πιο χαρτί ετοιμάζεται να κάνει ράλι.
Η Κέλλυ. Η Κέλλυ είναι ένα πλάσμα που σίγουρα δεν έπεσε από τον ουρανό – επειδή εκπέμπει κάτι το γήινο η αύρα της – αλλά αναδύθηκε από τα βάθη κάποιας σπηλιάς ή βρέθηκε σαν πολύτιμο διαμάντι κολλημένο στην παγωμένη λάβα ηφαιστειακού κρατήρα. Τόσο σφιχτά αγκαλιασμένη με την ύλη, τόσο παθιασμένη να κατακτήσει οτιδήποτε γεύονται οι αισθήσεις, είναι τελικά «πολύ γήινο» αυτό το κορίτσι.
Πώς γνώρισα εγώ την Κέλλυ; Τη γνώρισα σ’ ένα πάρτι. Δεν υπάρχει πάρτι που να μη είναι καλεσμένη η Κέλλυ. Είναι φοβερή στην παρέα, κάνει πολύ κέφι και το κυριότερο δεν κουράζεται ποτέ.
Την Κέλλυ τη συνάντησα πάλι στο γυμναστήριο. Εκεί έδειξα εγώ τις αντοχές μου. Κατέβαινα τελευταίος από τα μηχανήματα, πράγμα που εκτίμησε πολύ η Κέλλυ και ήταν ζήτημα χρόνου να τα φτιάξουμε. Χωρίσαμε όταν πήγαμε μαζί διακοπές στη Μύκονο. «Γυρίσαμε με άλλο καράβι», όπως συνηθίζουν να λένε εκεί. Για την ακρίβεια εγώ γύρισα με καράβι, η Κέλλυ χρησιμοποίησε το ρετούρ από το «αλερετούρ» της Ολυμπιακής. Τι έγινε; θα ρωτάτε εσείς τώρα. Να σας πω: είχαμε συνηθίσει πολύ χαβαλέ και πολύ κόσμο και ξαφνικά εκεί μείναμε μόνοι μας. Τότε ανακάλυψα μία άλλη Κέλλυ που ήθελε να είναι το κέντρο του κόσμου. Πολλά νεύρα, πολύς εγωισμός και εγώ που ένιωθα ότι ήταν η χρονιά μου, γιατί με πήγαινε πολύ το χρηματιστήριο, είχα το πιο φοβερό κορίτσι - αλλά κάπως κακομαθημένο - και κυρίως γιατί είχα πολύ τσαμπουκά, κάποια στιγμή χαστούκισα τη Κέλλυ, γιατί το είχε παρακάνει με τις ιδιοτροπίες της και όλα τελείωσαν εκεί. Αυτό ήταν. Αν ήταν ερωτικό δράμα θα λεγόταν κάπως έτσι: «Ένα χαστούκι στη Μύκονο».
Συνέχισα να πηγαίνω στο ίδιο γυμναστήριο και η Κέλλυ το ίδιο και σε λίγο καιρό μιλούσαμε σαν να μη είχε συμβεί τίποτε. Έκανα πιο πολλές ώρες στα μηχανήματα και έχω πλέον το τέλειο σώμα. Δεν γουστάρω αυτό το μποντιμπιλντεράδικο στυλ, αυτή τη παραμόρφωση για χάρη των καλοσχηματισμένων μυών. Θέλω ένα αρμονικό σώμα που να εκπέμπει την ήπια δύναμη του άνδρα που είναι γυμνασμένος και ευφυής. Πολυτελείς σκέψεις μου φαίνονται όλα αυτά σήμερα αλλά τότε κάπως έτσι είχαν τα πράγματα.
Βρισκόμαστε με τη Κέλλυ πάλι σε πάρτι, ο κόσμος γύρω μας ίδιος, η ζωή γεμάτη εκπλήξεις, ανοίγουν συνέχεια καινούρια μαγαζιά, φαίνεται να μην έχει τέλος αυτό το όνειρο ώσπου... ναι, μάλλον το έχετε καταλάβει ότι οι μετοχές αρχίζουν να γίνονται ντροπαλές και να κοιτάζουν προς τα κάτω. Χαμηλοβλεπούσες!!! Η καταστροφή που πλησιάζει την αντιμετωπίζουμε με χιούμορ και κανείς δεν φαντάζεται πόσο βαθύ είναι το λούκι που μπαίνουμε.
Τα χάνω όλα. Τότε αναγκάζομαι να ζητήσω τη συμβουλή του Τζωρτζ που με το στυλ του δείχνει σοβαρός, απόμακρος και τυπικός. Ο άνθρωπος είναι μια μηχανή με ψυχρή λογική και στερεότυπη αντιμετώπιση όλων αυτών των εργαλείων της τεχνικής ανάλυσης. Διαρκώς επιφυλακτικός, ολιγόλογος ποτέ δεν κάνει τη γκάφα να κάνει προβλέψεις και ακολουθεί τους δείκτες και τις τάσεις τους σαν υπάκουο κανίς. Έχουμε διαφορετικό ταμπεραμέντο με τον Τζωρτζ. Παρόλα αυτά θεωρώντας ότι το λάθος μου σ’ αυτό το παιχνίδι είναι ο αυθορμητισμός μου και το τραυματισμένο μου ένστικτο ακούω τις συμβουλές του και παίρνω δάνειο από τη τράπεζα για να συνεχίσω με περισσότερα κεφάλαια.
Δεν γίνεται τίποτα. Το παιχνίδι έχει κριθεί. Η πτώση είναι πτώση με την ίδια τελειότητα που το φίδι και έρπει και έχει δηλητήριο και φυσικά το συναντάς πάντα εκεί χαμηλά. Μισώ το Τζωρτζ – μάλλον τον σνομπάρω – ενώ όλοι οι άλλοι τον θεωρούν ψύχραιμο και πολύ σωστό στη δουλειά του. Αυτή είναι και η εποχή που γνωρίζει αυτός τη Κέλλυ.
Κάντε μια πρόβλεψη εδώ. Τι θα συμβεί σ’ αυτούς τους δύο; Μία βδομάδα, μία μοναδική και βασανιστική εβδομάδα τον άντεξε η Κέλλυ και τον έδιωξε. Ο Τζωρτζ όμως, που τώρα άρχισε να ξυπνάει από τον ύπνο του το πουλάκι μας, δεν ήθελε να χάσει ούτε τα πάρτι και τις γλετζέδικες παρέες της, αλλά ούτε και την υψηλού επιπέδου πελατεία που του γνώριζε η Κέλλυ. Μπήκε κι αυτός στο κλαμπ των VIP φίλων της Κέλλυ και γύρω από το όνομά του δημιουργήθηκε – χωρίς να αξίζει κατά τη γνώμη μου – ένας μύθος.
Τον συναντάω σε όλα αυτά τα πάρτι αφήνουμε ακόμα καλούς λογαριασμούς στα μπουζούκια, προσπαθώ πάντα να κάνω τη σφίγγα που λέγεται Τζωρτζ να μας αποκαλύψει το μέλλον, αλλά γλιστράει με το ίδιο πάντα στερεότυπο και διπλωματικό στυλ.
Τα πράγματα γίνονται τόσο δύσκολα που αναγκάζομαι να δουλέψω μεροκάματο. Πάντα υπάρχουν φίλοι έτοιμοι να βοηθήσουν και πιάνω δουλειά σε μία καινούρια κάβα με ποτά. Πουλάμε και πούρα, ξηρούς καρπούς και κάποια είδη πολυτελείας για τρελαμένους εκκεντρικούς που καταναλώνουν ορίτζιναλ μαύρο χαβιάρι, ξηρούς καρπούς και ξερά φρούτα και σαμπάνιες, ακριβές γαλλικές σαμπάνιες, που λίγοι μπορούν να καταλάβουν τη γεύση τους, γιατί οι περισσότεροι έχουν ήδη κατεστραμμένους γευστικούς κάλυκες από φθηνά ουίσκι και κοκτέιλ βότκες και άχρωμα ρούμι.
Any way. Στην κάβα έρχεται ευτυχώς ο γνωστός κόσμος από τις παρέες μου και πέφτει πολύ θάψιμο πίσω από την πλάτη μου, αλλά όταν με κοιτάζουν κατάματα μου μιλάνε και χαμογελάνε όπως το παλιό καλό καιρό. Ο μόνος άνθρωπος που δεν άλλαξε στάση απέναντί μου είναι η Κέλλυ που εξακολουθεί να με θεωρεί φίλο, πολλές φορές με ρώτησε αν έχω οικονομικές δυσκολίες, αλλά είμαι τόσο επιφυλακτικός με όλους, που έδειξα ότι δεν τρέχει τίποτε. Όλα είναι υπό έλεγχο.
Το πρόβλημα είναι ο Τζωρτζ – ακόμα έχει τη θέση του στη χρηματιστηριακή – που βλέπω να με αντιμετωπίζει σαν ψυχίατρος που τον κουράζει ο ασθενής που δεν παίρνει κανονικά τη θεραπεία του.
Αν είναι δυνατόν να είναι σωστές οι υποδείξεις αυτού του ατόμου και όχι μόνο του Τζωρτζ αλλά και πολλών άλλων που προσπαθούν να μας λύσουν τις απορίες γύρω από την πτώση και την σίγουρη – πολύ σύντομα – ανάκαμψη (όπως ισχυρίζονται όλοι αυτοί οι αναλυτές).
Κάθομαι στο γραφείο, κόβω τιμολόγια, παίρνω επιταγές από πελάτες – όχι παραπάνω από 35 ημερών – σηκώνω το τηλέφωνο γράφω παραγγελίες και καμιά φορά φορτώνω ο ίδιος τα ποτά στο φορτηγάκι για να κάνουμε διανομή. Όμως δεν μπορώ να ξεχάσω, το μυαλό μου είναι διαρκώς απασχολημένο με το «χαμένο θησαυρό» και τελευταίως έχω βρει το φάρμακο για να ξεχνιέμαι.
Παίζω σχεδόν κάθε μέρα στοίχημα. Σπάνια κερδίζω, αλλά το θέμα είναι ότι έχουμε σύνδεση ίντερνετ στη κάβα και κάθε μέρα ετοιμάζω οπωσδήποτε ένα δύο δελτία. Είναι ένα καλοστημένο ψέμα το στοίχημα, μόνο 4 αγώνες και δεν μπορείς να κάνεις προβλέψεις, είναι έτσι φτιαγμένο που με μαθηματική ακρίβεια να χάνεις. Έχει όμως το καλό ότι ξεχνιέσαι. Όταν δεν έχουμε δουλειά ψάχνω συνέχεια προγνωστικά, μιλάω με κόσμο στα chat και παρακολουθώ αθλητικά για να έχω μία καλύτερη πρόβλεψη. Τώρα τελευταίως συνηθίζω να στοιχηματίζω για οτιδήποτε. Δέχομαι συχνά αυστηρές συστάσεις από τη διεύθυνση του μαγαζιού αλλά δεν μπορώ να κόψω το στοίχημα. Εδώ που τα λέμε σχεδόν όλοι οι πελάτες μας ξέρουν το πάθος μου με το στοίχημα και με συμβουλεύονται. Να μη πω τώρα ότι έχω αυξήσει τη πελατεία που έρχονται να με συμβουλευτούν και φεύγουν με πούρα και ποτά. Αυτή είναι και η αιτία που η διεύθυνση κάνει τα στραβά μάτια. Έχω γίνει ο «Τζωρτζ» του στοιχήματος.
Μια μέρα που δεν έχουμε δουλειά και μιλάμε για διάφορα άσχετα δέχομαι μία σπόντα από τον ένα συνέταιρο του μαγαζιού ότι έχουμε πολλά κιβώτια Μαρτίνι στην αποθήκη και σχεδόν κανείς δεν πίνει μαρτίνι παρά μόνο η ηλίθια η γκόμενά μου – την Κέλλυ εννοούσε – που έχει και το βίτσιο να το λέει ψευδά, δήθεν μάγκικα, όχι μαρτίνι αλλά ματίνι και μετά αναφέρθηκε πάλι στο πάθος μου με το στοίχημα και ότι μπορεί να κάνω κανένα λάθος και πολλά άλλα μας είπε αυτός ο αντιπαθητικός και ενώ το είχε πάρει απάνω του τον ρώτησα πόσο μαρτίνι έχουμε αδιάθετο. «15 κιβώτια περίπου», απάντησε και συνέχισε: «15 άχρηστα κιβώτια». Στοίχημα ότι θα τα δώσω σύντομα του είπα. Πόσα; Μου είπε με ύφος που προσπαθούσε να με τρομάξει. «Ένα κιβώτιο» είπα και έκανα γρήγορα το λογαριασμό: 12 μπουκάλια με 3000 τριάντα έξι χιλιάρικα σκέφτηκα, δηλαδή σαν στοίχημα με 4 χιλιάρικα και πολλαπλασιαστή το 9. Δεν είναι κι άσχημα.
Σε λίγες μέρες πέρασε η Κέλλυ να μας δει. Θα είχε κόσμο το βράδυ σπίτι και πολύ καλό κόσμο, αν κρίνω από τα ψώνια που έκανε. Μου είπε ότι θα με περιμένει και επέμενε πολύ παρότι με είδε πάλι απορροφημένο στον υπολογιστή να σερφάρω σε όλα τα γνωστά μπέτο και στα αθλητικά. Της είπα ότι θα πάω αργά γιατί θα έμενα αργά και στη δουλειά. Μόλις έφυγε η Κέλλυ πήρα μία φλασιά και έτρεξα πίσω της να την προλάβω πριν μπει στη τζάγκι της. Με είδε και με περίμενε, της ψιθύρισα κάτι στο αυτί, γέλασε και είπε ΟΚ, γύρισε το κλειδί και έφυγε.
Ο Τζωρτζ έμαθε από τους άλλους ότι η Κέλλυ θα είχε πολύ VIP κόσμο εκείνο το βράδυ και δεν έχασε ευκαιρία. Άλλωστε αυτοί οι τύποι χρειάζονται πιο πολύ ένα τύπο να τους προτείνει πώς θα αυξήσουν τα ήδη πολλά χρήματά τους παρά ένα ιμιτασιόν μπουκ που παίζει με ψιλά.
Φθάνει στης Κέλλυ ο Τζωρτζ άψογος, καλοντυμένος και αεράτος. «ΟΟ Τζώωτζ», αναφώνησε η Κέλλυ μόλις τον είδε (με το γνωστό μάγκικο στυλάκι της) και αμέσως μετά άλλαξε ύφος και ρώτησε με έκπληξη: «Νο ματίνι;» Για να δώσει μόνη της την απάντηση «Νο πάατι» και του έκλεισε τη πόρτα κατάμουτρα. Οι σικ – όχι κατ’ ανάγκη οι φραγκάτοι – κάνουν πολλά τέτοια κουφά ακόμα και στους καλεσμένους τους και το ζήτημα είναι να είσαι σε ετοιμότητα και να απαντήσεις με χιούμορ. Ο Τζωρτζ δεν τα έχασε, ήρθε κατευθείαν στο μαγαζί και ήμουν εκεί και τον περίμενα. «Θέλω μαρτίνι» μου είπε. «Αν πρέπει να κάνεις εντύπωση» του είπα «εκεί που θα πας πρέπει να πάρεις ποσότητα». «Δηλαδή πόσα;» είπε. «Ας πούμε 15 κιβώτια», είπα. «Δεν θα ‘σαι καλά», είπε. «Στη Κέλλυ δεν θα πας;», είπα, «Ναι πώς το ξέρεις;» «Είμαι και εγώ καλεσμένος, αλλά θα έρθω αργότερα.» Και συνέχισα: «Άκου να δεις Τζωρτζ, είσαι καλός αναλυτής, αλλά εγώ πιστεύω πώς ότι κάνω εγώ στο στοίχημα κάνεις εσύ στις επενδύσεις. Περνάμε άσχημες μέρες Τζωρτζ και δεν φταις ούτε εσύ ούτε η δουλειά σου, υπάρχει κρίση που δείχνει τα δόντια της σε όλους. Πάρε λοιπόν τα 15 κιβώτια για να δείξεις σ’ αυτούς που πρέπει, ότι η κρίση δεν σε επηρεάζει, είσαι επιτυχημένος και το γλεντάς». Δεν με άκουγε, αλλά εγώ ήμουν αποφασισμένος να κερδίσω το στοίχημα. Πήρε εκείνο το ύφος του ψυχίατρου απέναντι στον ενοχλητικό ασθενή και είπε: «ΟΚ βάλε μου 7 κιβώτια και στείλε μου το λογαριασμό στο γραφείο», «θα μπει στα έξοδα της εταιρείας» συμπλήρωσε.
Μαζί με το βοηθό μου που οδηγεί το φορτηγάκι που κάνουμε διανομές φορτώσαμε τα 15 κιβώτια.
Έκοψα κάποια στιγμή κρυφά το τιμολόγιο και ανεβήκαμε στο όχημα. Όταν η Κέλλυ άνοιξε δεύτερη φορά τη πόρτα φαινόταν η κορυφή από τα επτά κιβώτια που είχαμε συμφωνήσει με τον Τζωρτζ. Μόλις ο Τζωρτζ πέρασε τη πόρτα ο βοηθός μου έφερε τα άλλα οκτώ που περίμεναν στο ασανσέρ. Αυτά τα είχα βάλει εγώ και πάτησα το κουμπί και τα έστειλα επάνω. Ο Τζωρτζ συνέχισε να χαιρετάει και να γνωρίζει καλεσμένους, όταν ο βοηθός με υπόδειξη της Κέλλυ άφηνε το τελευταίο κιβώτιο στο κέντρο του λίβινγκ ρουμ. Μετά πλησίασε τον Τζωρτζ και του είπε «Κύριε τελειώσαμε, βάλτε μας μία υπογραφή εδώ, αν έχετε την καλοσύνη» και άπλωσε το τιμολόγιο δίνοντας του ένα φτηνό πάρκερ. Ήδη απλωνόταν ένας ψίθυρος θαυμασμού στο χώρο για όλο αυτό το μαρτίνι που έφερε ο Τζωρτζ. Πρόλαβε όμως παρότι τον κοίταζαν όλοι να δει τον αριθμό 15 στο τιμολόγιο και να ρίξει μία τελευταία ματιά στο σωρό με τα κιβώτια που φαινόταν υπερβολικός. Κανείς όμως δεν κάνει τσιγκουνιές, όταν τον παραδέχονται για τη γενναιοδωρία του.
Έτσι κερδίσαμε ένα από τα σπάνια στοιχήματα (τριάντα έξι καφετιά που έδωσε με βαριά καρδιά η διεύθυνση) χρησιμοποιώντας – η Κέλλυ πάντα – τη μικρή μαγική φράση: «Νο ματίνι; Νο πάατυ»
Ιωάννινα 10-1-2002