(Θύμησες από τα πέτρινα χρόνια . . .)
Θα πήγαινα σχολείο θυμάμαι, στην πρώτη δημοτικού. Μου άρεσε πολύ σε αντίθεση με άλλα παιδιά, που οι γονείς τους τα έφερναν με το ζόρι! Ίσως επειδή ο αδελφός μου ο μεγαλύτερος είχε πάει ένα χρόνο νωρίτερα και ζήλευα, γιατί όλοι ασχολούνταν μαζί του.
Ήθελα να είμαι ο καλύτερος, διάβασα, έβαζα τα δυνατά μου στη γραφή να κάνω τα καλλίτερα γράμματα, σήκωνα πάντα το χέρι μου στις ερωτήσεις της δασκάλας...
Περίμενα ένα μπράβο, μια επιβεβαίωση, αλλά μάταια...
Αντίθετα κάθε πρωί έτρωγα δέκα ξυλιές, γιατί αντί να γράφω Δημήτρης Γουδεβίνος, που με είχαν γράψει κατά λάθος, έγραφα Δημήτρης Γουδέβενος. Έλεγα στην δασκάλα μου ότι και τον αδελφό μου τον Γιώργο που πήγαινε στο ίδιο σχολείο Γουδέβενο τον έλεγαν, αλλά φωνή βοώντος εν τη ερήμω!
Της έλεγα ότι το όνομά μου σημαίνει γουδί από έβενο και αντί να με επιβραβεύσει που γνώριζα και την ετυμολογία του επιθέτου μου, με τιμωρούσε με εβένινη βέργα!
Πείσμα αυτή, μουλάρι κι εγώ. Κάθε πρωί την ώρα της γραφής, με την εξέταση της άπλωνα και το χέρι. Είχα εξασκηθεί και δεν πονούσα πια, μονάχα πληγωνόμουν.
Τα άλλα παιδάκια τα προσφωνούσε με τα μικρά τους ονόματα και μένα ούτε καν με το επώνυμό μου, παρά με το όνομα που ήθελε αυτή να με βαπτίσει!
Βλέπεις, οι γονείς μου ήταν φτωχοί, δουλεύανε ολημερίς και δεν έρχονταν να ρωτήσουν πως πάμε, ούτε συμμετείχαν σε κοινωνικές εκδηλώσεις. Η συμπεριφορά των δασκάλων εκείνα τα χρόνια, ήταν ανάλογη με την ταξική καταβολή των παιδιών, άρα και ανάλογη της οικονομικής των οικογενειών τους.
Έτσι παρ΄ όλη την όρεξη, άρχισα να αγανακτώ σε βαθμό να μη θέλω να πάω άλλο σχολείο, ευτυχώς οι γονείς μου δεν έπαιρναν κουβέντα και κουτσά στραβά συνέχισα.
Περάσανε τα χρόνια, πήγαινα πια γυμνάσιο ήμουν δεκατριών χρόνων.
Ένοιωθα διαφορετικός από τους συμμαθητές μου και τα γειτονόπουλά μου και ιδιαίτερα όταν σκεφτόμουν αυτά που δεν είχα.!
Τα παιχνίδια μας εκτός από τις μπίλιες και τα κουρελένια τόπια, μια τάβλα με δυό ρουλεμάν που αυτοσχεδιάζαμε φτιάχνοντας πατίνια, σε αντίθεση με τα υπόλοιπα παιδιά που είχαν ποδήλατα, αυτοκινητάκια και ότι μπορεί να συλλάβει ο νους σου!
Το σπίτι μου μια μονοκατοικία κάτω από τα Ψηλαλώνια , δίπλα μας ένα αρχοντικό. Σαν τη παράγκα του Καραγκιόζη με το Σεράι!
Μια μέρα εκεί που καθόμουνα στα σκαλοπάτια του σπιτιού μου, βλέπω την κόρη του ιδιοκτήτη του αρχοντικού πάνω σε ένα ολοκαίνουργιο ποδήλατο. Στα μάτια μου φάνταζε σαν την βασίλισσα των παραμυθιών! Δεν μου είχε δώσει ποτέ σημασία, ούτε καν μου μιλούσε, αν και είμαστε συνομήλικοι.
Όπου φτωχός κι η μοίρα του-μονολογούσα.
Θεέ μου ας με κοιτούσε λίγο-μουρμούριζα.
Λες κι ο Θεός έκανε το θαύμα του, λες και εισακούστηκαν οι προσευχές μου, όχι μόνο με κοίταξε, μα μου μίλησε κιόλας!
-Θες να πάμε μια βόλτα; Άκουσα μία φωνή.
Κοίταξα δεξιά-αριστερά. Δεν είδα κανέναν άλλο. Σε μένα απευθύνεται λοιπόν, είναι αλήθεια! Σε μένα μίλησε!
-Με το ποδήλατο; Τη ρώτησα γεμάτος λαχτάρα!
-Ναι, γιατί όχι, αν θες οδήγησε κιόλας!
Αν ήθελα; Σηκώθηκα αμέσως-μήπως το μετανιώσει-ανέβηκα στο ποδήλατο, την έβαλα στη σκάρα και ξεκίνησα για όπου θα με πρόσταζε.
Ένοιωθα όλα τα βλέμματα επάνω μου, κρατούσα γερά το τιμόνι με καμάρι αλλά και με αυτοπεποίθηση και τη ρώτησα που θα ήθελε να πάμε.
-Στο δασάκι- μου λέει.
Ανηφορίσαμε λοιπόν, κάπου-κάπου και με ορθοπεταλιές, παρηγοριόμουν που στη επιστροφή θα’ χαμε κατηφόρα, τέλος φτάσαμε.
-Θέλεις να καθίσουμε λίγο; Mε ρώτησε.
-Θέλω, της είπα.
-Θες να μου πιάσεις το χέρι;
-Θέλω.
-Θέλεις να με φιλήσεις;
-Θέλω.(Αχ και να ήξερε πόσο το ήθελα!)
Είχαμε απομακρυνθεί. Είχαμε διεισδύσει μέσα στο δάσος. Η πλούσια βλάστηση μας κάλυπτε. Είμαστε ολομόναχοι, δεν μας έβλεπε κανείς...
Καθίσαμε σ΄ ένα φυσικό στρώμα που είχαν σχηματίσει οι πευκοβελόνες που είχαν πέσει καταγής, κοιταγόμαστε μέχρι που η φωνή της διέκοψε την απόλυτη σιωπή.
-Θέλεις να με δεις γυμνή;
-Ναι, θέλω, θέλω!
Αφού γδύθηκε, με κοίταξε με δέος στα μάτια, είδε που τη κοιτούσα αμήχανος και με τρεμάμενη φωνή μου είπε:
-Πάρε μου ότι πιο πολύτιμο έχω!
Δεν έχασα λοιπόν καιρό... Σηκώθηκα, την κοίταξα για να επιβεβαιωθώ ότι το εννοούσε, πήρα το ποδήλατο, το καβάλησα κι έφυγα!!!